συγκύπται

συγκύπται
συγκύπτης
rafters
masc nom/voc pl
συγκύπτᾱͅ , συγκύπτης
rafters
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκύπτης — ὁ, Α [συγκύπτω] 1. αυτός που σκύβει προς τα εμπρός 2. στον πληθ. οἱ συγκύπται επικλινείς δοκοί της στέγης μιας κατασκευής σε σχήμα Λ, οι αμείβοντες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”